στόλος

στόλος
στόλος
1 voyage εὐανθέα δ' ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ ἀρετᾷ κελαδέων (of the garland crowned ship of the victor returning to Sicily) P. 2.62 met., course,

Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.98

ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.17


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στόλος — equipment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • στόλος — ο 1. σύνολο πολεμικών πλοίων: Απέπλευσε ο στόλος. 2. «εμπορικός στόλος», το σύνολο των εμπορικών πλοίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στόλοι — στόλος equipment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλοιν — στόλος equipment masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλοις — στόλος equipment masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλον — στόλος equipment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλου — στόλος equipment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλους — στόλος equipment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλων — στόλος equipment masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόλῳ — στόλος equipment masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”